- σκληρότητας
- σκληρότηςhardnessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειαντικά — Φυσικές ή τεχνητές κρυσταλλικές ουσίες ποικίλης σκληρότητας, με τις οποίες αφαιρούνται επιφανειακά στρώματα, μικρού ή μεγάλου βάθους, από τεμάχια που υφίστανται κατεργασία. Τα λ. χρησιμοποιούνται με τη μορφή κόκκων διαφόρων μεγεθών, αλλά με… … Dictionary of Greek
διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… … Dictionary of Greek
κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… … Dictionary of Greek
μεταλλίτιδες άμμοι — Ονομάζονται έτσι άμμοι, που μαζί με ψηφίδες ή κροκάλες περιέχουν και πολύτιμα ορυκτά, η καταστροφή των οποίων, με την επίδραση χημικών μέσων, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Αυτά τα γήινα στρώματα προέρχονται από την αποσάθρωση άλλων πετρωμάτων… … Dictionary of Greek
Μπρινέλ, Γιόχαν Άουγκουστ — (Jochann August Brinell, Μπρίνγκετοφτ 1849 – Στοκχόλμη 1925). Σουηδός μηχανικός. Μελετητής της μεταλλουργίας και της μεταλλογραφίας, επινόησε μια μέθοδο για τη δοκιμή της σκληρότητας των υλικών, η οποία φέρει το όνομά του. Η δοκιμή της… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και … Dictionary of Greek
αθιάκι — και κιν, το (στην Κύπρο) 1. σκληρός πυρίτης λίθος, που σπινθηροβολεί κατά την κρούση του με σίδηρο. Λόγω τής σκληρότητας και τής αιχμηρότητάς του χρησιμοποιείται στα τσουκάνια για το αλώνισμα 2. μτφ. χαρακτηρίζει κάθε σκληρό πράγμα «αθιάκι είναι… … Dictionary of Greek